Ο Άνταμ Σμιθ είναι ο θεμελιωτής της επιστήμης της οικονομίας και της οικονομίας της ελεύθερης αγοράς. Τα δύο πιο γνωστά έργα του είναι ο «Πλούτος των Εθνών» που αναφέρεται στην οικονομική δράση και η «Θεωρία των Ηθικών Συναισθημάτων» που αναφέρεται στην ηθική και κοινωνική δράση. Το ένα, που εστιάζει στην οικονομική συμπεριφορά, κατέληξε να είναι η βίβλος του καπιταλισμού και των θεωρητικών του. Παράβλεψαν όμως το άλλο, που αναφέρεται στην κοινωνική συμπεριφορά, που είναι ο πυρήνας της στάσης ζωής του ανθρώπου, ενώ η οικονομική συμπεριφορά διάστασή της. Παραβλέφθηκε η συνολική διάσταση της κοινωνικής, ηθικής θεώρησης του Σμιθ, που συνδέει άρρηκτα την οικονομική δραστηριότητα με την κοινωνική συμπεριφορά. Επίσης και ο «Πλούτος των Εθνών» στρεβλώθηκε και χρησιμοποιήθηκε με ιδιοτελή προσέγγιση και παράφραση, παραβλέποντας τον απώτερο σκοπό για το καλό της κοινωνίας. Ο ίδιος ο Άνταμ Σμιθ βέβαια θεωρούσε το άλλο του έργο, τη «Θεωρία των Ηθικών Συναισθημάτων», ανώτερο. Το έργο του ο «Πλούτος των Εθνών» υπήρξε μία από τις πρώτες προσπάθειες να μελετηθεί η ιστορική ανάπτυξη της βιομηχανίας και του εμπορίου στην Ευρώπη. Αυτό το έργο δημιούργησε τον σύγχρονο ακαδημαϊκό κλάδο των οικονομικών, διαμόρφωσε τη βάση αλλά και τη θεωρητική θεμελίωση της οικονομίας της ελεύθερης αγοράς και του καπιταλισμού.
Ο Σμιθ υποστήριξε πώς το «λελογισμένο» ατομικό συμφέρον και ο ανταγωνισμός μπορεί να οδηγήσει σε οικονομική ευημερία δημιουργώντας ισορροπία στην αγορά προς όφελος όλων, πράγμα σε πολλές περιπτώσεις αντιφατικό. Στον καπιταλισμό επίσης σήμερα είναι φανερό ότι σε πολλές περιπτώσεις η μεγιστοποίηση του κέρδους γίνεται εις βάρος, παρά προς όφελος, των άλλων. Η κοινωνική πραγματικότητα, ακόμα, έχει δείξει ότι μπροστά στο συμφέρον η λογική χάνεται σε πολλές περιπτώσεις, οδηγώντας στον παραλογισμό του κέρδους και τους ανθρώπους σε ακραίες καταστάσεις. Στον «Πλούτο των Εθνών» η ηθική φιλοσοφία ορίζεται ως η επιστήμη για την ανθρώπινη φύση και τις συνδετικές αρχές του κοινωνικού βίου, ειδικότερα με τους στόχους της ευτυχίας και της προόδου του ανθρώπου, ο οποίος προσλαμβάνεται όχι μόνο ως άτομο, αλλά ως μέλος μίας οικογένειας, ενός κράτους και της μεγάλης κοινωνίας των ανθρώπων.
Στη «Θεωρία των Ηθικών Συναισθημάτων», που ο Άνταμ Σμιθ θεωρούσε το ανώτερο έργο του, μίλησε για την ηθική και την κοινωνική δράση του ανθρώπου και όχι συγκεκριμένα για την οικονομική δράση, έθεσε τις αξίες που πίστευε ότι πρέπει να διέπουν την κοινωνία αλλά και την οικονομία. Κεντρικό στοιχείο στην ηθική του Σμιθ είναι το κοινό καλό αλλά και η ενάρετη συμπεριφορά, που συνδυάζονται και με την ευτυχία, η κοινωνική φύση του ανθρώπου και η στάση του μέσα στο κοινωνικό σύνολο. Το ζήτημα για το ενάρετο άτομο είναι να υπερβεί την ατομικότητά του, να δρα με ηθική και να πράττει αυτό που είναι συμφέρον για τους άλλους. Ο άνθρωπος είναι ένα κοινωνικό όν και η ατομική του ευτυχία είναι δυνατή μόνον όταν είναι σε αρμονία με το κοινωνικό σύνολο εντός του οποίου είναι ενταγμένος. Αναφέρεται επίσης στην προτεραιότητα του συλλογικού έναντι του ατομικού και στο ότι η φύση διδάσκει τον άνθρωπο, ότι η ευημερία των δύο είναι προτιμότερη από του ενός. Η ηθικότητα συνάγεται από μία γνήσια κατάσταση της ανθρώπινης φύσης η οποία ορίζεται ως «συντροφικότητα». Στον πυρήνα της ερμηνείας του Σμιθ για την ηθική κρίση και για τα κίνητρα της ηθικής πράξης είναι τοποθετημένη η αρχή της συμπάθειας, δηλαδή «της φυσικής αρχής του ανθρώπου που τον κάνει να ενδιαφέρεται για την τύχη των άλλων και καθιστά την ευτυχία τους απαραίτητη γι’ αυτόν, παρ’ ότι δεν αποκομίζει τίποτε εκτός από την ευχαρίστηση της παρατήρησής της». Στην αρχή της συμπάθειας μιλάει για την κατανόηση των συναισθημάτων του άλλου και την έννοια της εισαγωγής στην κατάσταση του άλλου. Ουσιαστικά μέσω της αρχής της συμπάθειας αναφέρεται σ’ αυτό που σήμερα ονομάζεται ενσυναίσθηση. Την ικανότητα του ανθρώπου να μπαίνει στη θέση κάποιου άλλου, να συμπάσχει, να δείχνει συμπόνια και κατανόηση. Οι άνθρωποι εκ φύσεως μπορούν να ταυτιστούν και να μπουν στη θέση του άλλου, όπως διαπιστώνεται και από τις επιστημονικές έρευνες. Η ενσυναίσθηση είναι φυσική προδιάθεση του ανθρώπου, πράγμα που φανερώνει τη βαθιά συλλογική φύση του ανθρώπου. Σε άλλο σημείο στο έργο του μάλιστα επισημαίνει ότι «Δρώντας σύμφωνα με τις επιταγές των ηθικών μας λειτουργιών, αναγκαστικά επιδιώκουμε τον πιο αποτελεσματικό τρόπο για να προωθήσουμε την ευτυχία της ανθρωπότητας». Η θεωρητική του αναζήτηση καταλήγει με τον οραματισμό μίας ιδεατής κατάστασης του κόσμου, με πλήρη αρμονία και ηρεμία. Θεωρούσε ότι η φύση του ανθρώπου μπορούσε να διαμορφωθεί για έναν τέτοιο κόσμο με κατάλληλη εκπαίδευση. Αλλού αναφέρει ότι «η ανθρωπότητα δεν επιθυμεί τη μεγαλοσύνη αλλά το ν’ αγαπάται», αποδομώντας τις αξίες του καπιταλισμού.
Όλα αυτά της «Θεωρίας των Ηθικών Συναισθημάτων» παρέβλεψαν οι θεωρητικοί του καπιταλισμού και υιοθέτησαν μόνο τον «Πλούτο των Εθνών» και το συγκεκριμένο με ιδιοτελή προσέγγιση, κρατώντας μόνο το συμφέρον. Αυτό που δεν υπολόγισε ο Σμιθ όμως, είναι ότι το συμφέρον στην οικονομική δράση μπορεί να προσπεράσει και να καταργήσει την ηθική, που θεωρούσε πρωταρχική. Όπως και η λογική και η ηθική μπορούν να ποδοπατηθούν στο δρόμο της ανεξέλεγκτης τάσης του συμφέροντος και της κερδοσκοπίας πράγμα που η κοινωνική πραγματικότητα το κάνει ολοφάνερο. Όπως συμβαίνει σήμερα με τα δεινά που φέρνει στην ανθρωπότητα και τον πλανήτη ο παραλογισμός του κέρδους. Το συμφέρον και η κερδοσκοπία είναι σε ανοικτή σύγκρουση με την ηθική και τη λογική. Την ηθική και τη λογική, στις οποίες βάσισε την κοινωνική και οικονομική δράση και θεωρούσε αναγκαίες ο Σμιθ στην κοινωνία και την οικονομία, οφείλουν να τις προασπίζουν οι θεσμοί, όπως και την επιδίωξη για το κοινό καλό στο οποίο αποσκοπούσε και η οικονομία του. Η κοινωνία οφείλει να προασπιστεί, από την κερδοσκοπική τάση και ειδικά από την ανεξέλεγκτη εκτροπή της. Ακόμα και ο ίδιος ο Σμιθ, ο θεωρητικός θεμελιωτής της, ενώ τον έχουν ως ευαγγέλιο της ελευθερίας της αγοράς, πίστευε ότι σε κάποιες περιπτώσεις είναι θεμιτές οι παρεμβάσεις της κυβέρνησης στην αγορά. Επίσης σκιαγράφησε τις αρμοδιότητες μιας κυβέρνησης που, εκτός από το να προστατεύσει τα δικαιώματα και τη δικαιοσύνη, πρέπει να παρέχει ένα σύστημα απονομής δικαιοσύνης, δημόσια εκπαίδευση, παροχή δημοσίων αγαθών και γενικότερης ωφέλειας στην κοινωνία. Υποστήριξε επίσης τη φορολόγηση των εισαγόμενων αγαθών ως αντιστάθμιση των εσωτερικών φόρων επί του ιδίου αγαθού. Μεταξύ και άλλων, στις αρμοδιότητες της κυβέρνησης, ήταν το να ρυθμίζει το τραπεζικό σύστημα, κάτι επιβεβλημένο για το σήμερα, που το τραπεζικό σύστημα καθορίζει την οικονομία και η οικονομία «κινεί» την πολιτική και την κοινωνία. Ενώ είχε στηρίξει και τη νομοθεσία κατά των κερδοσκόπων που λειτουργούν εις βάρος της εύρυθμης οικονομίας και της κοινωνίας. Η ελευθερία της οικονομίας είναι κάτι που συμβαδίζει με μια ελεύθερη κοινωνία αλλά με ανθρωποκεντρικούς και κοινωνικοκεντρικούς όρους, για το κοινό καλό, που είναι και το ζητούμενο μιας ανθρώπινης κοινωνίας. Καθώς πρέπει η κοινωνία, ο άνθρωπος και ο πλανήτης να προστατεύονται θεσμικά από την ανεξέλεγκτη κερδοσκοπική τάση του συμφέροντος του ανθρώπου, που σήμερα έχει πάρει προεκτάσεις με αυτοκαταστροφική ροπή για την ανθρωπότητα και τον πλανήτη. Οικονομία με δημοκρατικούς όρους και δημοκρατικό έλεγχο. Χρειάζεται σύγχρονο, αποτελεσματικό θεσμικό πλαίσιο και δομές προστασίας της κοινωνίας από την κερδοσκοπία προσαρμοσμένα στις ανάγκες της εποχής.
Ο Σμιθ αλλού έθετε πως, υπό δυναμικό ανταγωνισμό, μια αναπτυσσόμενη μηχανή εξασφαλίζει τον «Πλούτο των Εθνών». Ο Σμιθ πάλι δημιουργεί μια αντίφαση, καθώς στη συνέχεια αυτός ο παράλογος ανταγωνισμός οικονομικής κυριαρχίας μεταξύ των κρατών έφερε, και ακόμα φέρνει, τόσα δεινά στην ανθρωπότητα. Οι κρατικές οικονομίες επίσης, δεν συμβαδίζουν με την ευτυχία των ανθρώπων, που είναι ο πραγματικός σκοπός τους, αλλά με τα οικονομικά συμφέροντα που έρχονται και σε αντίθεση με την κοινωνική και ανθρώπινη ευημερία. Το συμφέρον των κατασκευαστών και εμπόρων, σύμφωνα με τον Σμιθ «είναι πάντα διαφορετικό ή και αντίθετο από αυτό του κοινού» και είναι ικανό να απειλήσει τη δημόσια ευημερία. Ο ανταγωνισμός που έλεγε ο Σμιθ δεν έριξε τα μονοπώλια, ούτε δημιούργησε ισορροπία στην αγορά, αλλά οδήγησε σε υπερσυσσώρευση κεφαλαίων που θα ενίσχυε περαιτέρω τα μονοπώλια. Οι σύγχρονες πολυεθνικές εταιρίες αποτελούν επίσης μονοπωλιακή μορφή. Ο Σμιθ μίλησε για «καταπιεστικά μονοπώλια», δεν ήθελε τα μονοπώλια, ήταν κάτι το οποίο ήταν αντίθετο στη θεώρησή του. Επανειλημμένα προανήγγειλε επίσης, την αθέμιτη φύση των επιχειρηματικών συμφερόντων που μπορούν να σχηματίσουν σκευωρίες ή μονοπώλια. Ήταν επιφυλακτικός απέναντι στους επιχειρηματίες και προειδοποίησε για τη «συνωμοσία τους ενάντια στο κοινό». Επίσης προειδοποίησε ότι ένα πολιτικό σύστημα που κυριαρχείται από επιχειρηματίες, επιτρέπει τη συνωμοσία επιχειρήσεων και βιομηχανίας ενάντια στους καταναλωτές, με μηχανορραφίες των επιχειρηματιών στην απόκτηση επιρροής στην πολιτική και τη νομοθεσία. Προειδοποίησε και απεύχονταν στη θεώρησή του για την οικονομία αυτά που χαρακτηρίζουν σήμερα τη λειτουργία του οικονομικού συστήματος, των οικονομικών συμφερόντων εις βάρος της κοινωνίας. Στην κριτική κατά της εμποριοκρατίας δείχνει ότι το ίδιο συμφέρον της τάξης των εμπόρων είναι επιβλαβές όταν επικρατεί η απληστία. Η απληστία, μία ακόμα μάστιγα της οικονομίας και της κοινωνίας, από την οποία πρέπει να προστατευθεί η κοινωνία. Ο ίδιος ο Σμιθ έλεγε ότι «η απληστία και η αδικία είναι πάντοτε κοντόφθαλμες». Και οι δύο αυτές έννοιες χαρακτηρίζουν το σύγχρονο καπιταλισμό. Αδικία με την κοινωνική ανισότητα και η απληστία τόσο κοντόφθαλμη που μπροστά στο κέρδος οδηγεί την ανθρωπότητα και τον πλανήτη σε αυτοκαταστροφικό δρόμο. Ο ίδιος ο Σμιθ ήθελε την καταπολέμηση της φτώχειας και της κοινωνικής ανισότητας. Ήταν υπέρ ενός ελάχιστου μισθού που να ενίσχυε τους φτωχότερους, αλλά μίλησε ακόμη και περί της ανάγκης για καλύτερους μισθούς για τους φτωχούς, πιστεύοντας γενικότερα ότι το κράτος πρέπει να τους ενισχύει. Έλεγε ακόμα ότι «όπου υπάρχει μεγάλη περιουσία, υπάρχει μεγάλη ανισότητα. Για κάθε πολύ πλούσιο άνθρωπο πρέπει να υπάρχουν τουλάχιστον πεντακόσιοι φτωχοί, και η ευημερία των λίγων προϋποθέτει την ένδεια των πολλών». Επίσης ότι «η δημόσια διοίκηση στο βαθμό που έχει καθιδρυθεί για την ασφάλεια της περιουσίας, στην πραγματικότητα έχει καθιδρυθεί για την προστασία των πλουσίων από τους φτωχούς ή αυτών που έχουν κάποια περιουσία απ’ αυτούς που δεν έχουν καθόλου». Επίσης ο «Πλούτος των Εθνών», το ευαγγέλιο του καπιταλισμού, περιλαμβάνει την ακόλουθη δήλωση, κάτι που αποτελεί επιτακτική ανάγκη της εποχής μας, αναφορικά με την πληρωμή φόρων και για την καταπολέμηση της κοινωνικής ανισότητας και αδικίας: «Οι πολίτες κάθε κράτους οφείλουν να συνεισφέρουν στην στήριξη της κυβέρνησης όσο είναι δυνατόν, κατ’ αναλογία με τις αντίστοιχες δυνατότητές τους, δηλαδή αναλογικώς με το εισόδημα το οποίο ο καθένας απολαμβάνει έχοντας την προστασία του κράτους». Ο ίδιος καθόρισε τους φόρους τους οποίους πίστευε ότι πρέπει να απαιτεί το κράτος, μεταξύ των οποίων οι φόροι επί των ειδών πολυτελείας και ο φόρος επί των ενοικίων. Είναι επιτακτικό η φορολογία να είναι δίκαιη και τελείως αναλογική και αναλογικά υπεραυξανόμενη προς τα πάνω προσαρμοσμένη στο να καταπολεμά την κοινωνική ανισότητα και την αδικία.
Ο Σμιθ πίστευε στη δικαιοσύνη και τα δικαιώματα, μάλιστα τη δικαιοσύνη την παρουσίαζε ως αρετή και ως θέσπισμα της πολιτικής κοινωνίας και μέγιστης σημασίας για την οικονομία. Ήταν αντίθετος στην ιεραρχία και στις πεποιθήσεις της ανισότητας, όπως και κατά της δουλείας, της αποικιοκρατίας και της αυτοκρατορίας, εκφάνσεις των οποίων εμφανίζονται και στα σύγχρονα ισχυρά οικονομικά κράτη και τις σύγχρονες πολυεθνικές εταιρίες. Ο Σμιθ ακόμα ήταν αντίθετος στην κυριαρχία της αγοράς, αλλά και στην κυριάρχηση των οικονομικών συμφερόντων στην πολιτική και την κοινωνία, πράγματα που χαρακτηρίζουν το νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό. Πράγματα που συμβαίνουν κατά κόρον σήμερα εις βάρος της δημοκρατίας, των δικαιωμάτων και των πολιτών, ήταν αυτά που απεύχονταν ο Σμιθ στη θεωρία του.
Ο Σμιθ αν και με κάποιες αντιφάσεις, ήθελε η οικονομία να επιτελέσει το κοινό καλό, να λειτουργήσει για τον άνθρωπο και την ευημερία της κοινωνίας. Έθεσε το κίνητρο του κέρδους μόνο για της οικονομικές συναλλαγές και με ηθική και λογική και όχι για τις κοινωνικές ανθρώπινες σχέσεις, όπως υπονοείται στον καπιταλισμό, στις οποίες έθεσε τη συμβολή στην ευτυχία των ανθρώπων. H κοινωνική συνείδηση θα πρέπει να περάσει στην οικονομία και όχι η κερδοσκοπική συνείδηση στην κοινωνία. Το κίνητρο του κέρδους, ως κινητήριος δύναμη και κοινωνικό αρχέτυπο, εγκαθίδρυσε κερδοσκοπική τάση στην κοινωνία. Ο καπιταλισμός είναι έκφραση της κερδοσκοπικής τάσης του ανθρώπου στην κοινωνία, κερδοσκοπική τάση του ανθρώπου που πρέπει να οριοθετηθεί, να περιορισθεί και να μην επικρατεί στην κοινωνία. Η θεώρηση του απέναντι στον άνθρωπο και την κοινωνία φαίνεται πραγματικά, σε αυτό που θεωρούσε το σημαντικότερο έργο του και είναι και το επίκεντρο της κοσμοθεωρίας του, τη «Θεωρία των Ηθικών Συναισθημάτων».
Αν και ένα από τα βιβλία του, που δε θεωρούσε το σημαντικότερο έργο του, παραμορφωμένο, καπηλεύτηκε και αποτελεί τη βίβλο του καπιταλισμού σήμερα. Αν και ο ίδιος θεωρείται και επικαλείται ως ο θεωρητικός και θεμελιωτής του. Οι ιδέες του έρχονται σε σύγκρουση με το σύγχρονο καπιταλισμό και αυτός θα ήταν τελείως αντίθετος με τον νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό του σήμερα. Ο Άνταμ Σμιθ, ο ίδιος ο θεωρητικός θεμελιωτής του οικονομικού συστήματος, υπόβαθρο του καπιταλισμού, θα ήταν σε σύγκρουση με αυτό που αποκαλούμε εμείς σήμερα καπιταλισμό.
Comments